γιαναστιρντώ
(ρ.)
γιανασ̑τι̂ρτώ
[ʝanaʃtɯrˈto]
Φλογ.
γιανασ̑τουρντώ
[ʝanaʃturˈdo]
Φάρασ.
Αόρ.
γιανασ̑τούρσα
[ʝanaˈʃtursa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. yanaştırmak = α) κάνω κάποιον να πλησιάσει β) μτφ., κάνω κάποιον να συμφωνήσει.
Κάνω κάποιον να πλησιάσει
ό.π.τ.
:
Γιανασ̑τούρσεν ντα το γαϊρίδι σο τσ̑έdζ̑ι
(Έφερε το γαϊδούρι μέχρι τον σωρό του καλαμποκιού)
Φάρασ.
-Dawk.
Γιανασ̑τι̂ρτούνε τα γκώλε τ'νε
(Πλησιάζουν τα οπίσθιά τους το ένα με το άλλο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
καβουστουρντίζω