ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαμπαντζής (επίθ.) γιαμπαντζ̑ής [ʝabanˈdʒis] Αξ., Τροχ. γιαπαντσ̑ής [ʝapanˈtʃis] Σεμέντρ., Φάρασ. γιαντζής [ʝanˈdzis] Σίλ. Πληθ. γιαπαντζήροι [ʝapanˈdziri] Σίλ. γιαbαντζ̑ήγε [ʝabanˈdʒiʝe] Αξ. γιαμπαντζία [ʝabanˈdzia] Τροχ. Από το τουρκ. επίθ. yabancı = ξένος.
1. Ξένος ό.π.τ. : Σπιτιού αφένdης πήρεν το σελάμι τ'νε, αγκνάτ'σεν ντo το είνdαι γιαbαντζ̑ήγε (Ο νοικοκύρης του σπιτιού τους αντιχαιρέτησε, κατάλαβε ότι είναι ξένοι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αγαπητικός, γαρίπης, γιαντιργούς, ξένος :1, χώρας
2. Ξενιτεμένος Σίλ., Τροχ. Συνών. κουρμπετλής, ξενιτευτής, ξένος :2