γιαμπαντζής
(επίθ.)
γιαμπαντζ̑ής
[ʝabanˈdʒis]
Αξ., Τροχ.
γιαπαντσ̑ής
[ʝapanˈtʃis]
Σεμέντρ., Φάρασ.
γιαντζής
[ʝanˈdzis]
Σίλ.
Πληθ.
γιαπαντζήροι
[ʝapanˈdziri]
Σίλ.
γιαbαντζ̑ήγε
[ʝabanˈdʒiʝe]
Αξ.
γιαμπαντζία
[ʝabanˈdzia]
Τροχ.
Από το τουρκ. επίθ. yabancı = ξένος.
1. Ξένος
ό.π.τ.
:
Σπιτιού αφένdης πήρεν το σελάμι τ'νε, αγκνάτ'σεν ντo το είνdαι γιαbαντζ̑ήγε
(Ο νοικοκύρης του σπιτιού τους αντιχαιρέτησε, κατάλαβε ότι είναι ξένοι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αγαπητικός, γαρίπης, γιαντιργούς, ξένος :1, χώρας