γιαμουρλού
(επίθ.)
γιαμουρλού
[ʝamurˈlu]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. yağmurlu = βροχερός.
Βροχερός
:
Σ̑ήμερι χαβά γιαμουρλού ’ναι
(Σήμερα ο καιρός είναι βροχερός)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πβ.
γιαγμουρλούχου