ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαμπάνι (ουσ. ουδ.) γιαbάν' [ʝaˈban] Αξ., Αραβαν., Τροχ., Τσαρικ. γιαπάν' [ʝaˈpan] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yaban = ερημιά. Η λ. με αυτή την σημ. και Λιβύσσ. Μεγίστ., βλ. ΙΛΝΕ, λ. γιαμπάνι.
1. Ερημιά Φάρασ. : || Παροιμ. Το κατζ̑ί μη τα βινέφ' σο γιαπάν' (το λόγο μη τον πετάς σε άδειο από ανθρώπους μέρος˙ μη μιλάς στον βρόντο, άσκοπα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γαριπιά, γαριπλίκι :2, γιαζί, μεϊντάνι, τεγινέ
2. Εξοχή, χωράφι ό.π.τ. : Άνοιζε το χύρα και τρέχνισ̑κε σα γιαbάνια και ερχότουν αργάτ' (Άνοιγε την πόρτα κι έτρεχε στα χωράφια κι ερχόταν το βράδυ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γιαζί
3. Ξενιτειά, μετανάστευση Αξ., Τροχ., Τσαρικ. : Γιαμπανιού ντου ζαχμάτ' (Η ταλαιπωρία της ξενιτειάς) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. αξενίτσα, γαριπλίκι :1, γιαμπαντζιλίκι :2, κουρμπέτι, κουρμπετλίκι