γιαμπάνι
(ουσ. ουδ.)
γιαbάν'
[ʝaˈban]
Αξ., Αραβαν., Τροχ., Τσαρικ.
γιαπάν'
[ʝaˈpan]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yaban = ερημιά. Η λ. με αυτή την σημ. και Λιβύσσ. Μεγίστ., βλ. ΙΛΝΕ, λ. γιαμπάνι.
1. Ερημιά
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Το κατζ̑ί μη τα βινέφ' σο γιαπάν'
(το λόγο μη τον πετάς σε άδειο από ανθρώπους μέρος˙ μη μιλάς στον βρόντο, άσκοπα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γαριπιά, γαριπλίκι :2, γιαζί, μεϊντάνι, τεγινέ
2. Εξοχή, χωράφι
ό.π.τ.
:
Άνοιζε το χύρα και τρέχνισ̑κε σα γιαbάνια και ερχότουν αργάτ'
(Άνοιγε την πόρτα κι έτρεχε στα χωράφια κι ερχόταν το βράδυ)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γιαζί
3. Ξενιτειά, μετανάστευση
Αξ., Τροχ., Τσαρικ.
:
Γιαμπανιού ντου ζαχμάτ'
(Η ταλαιπωρία της ξενιτειάς)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
αξενίτσα, γαριπλίκι :1, γιαμπαντζιλίκι :2, κουρμπέτι, κουρμπετλίκι