τεγινέ
(ουσ. ουδ.)
τεγινέ
[teʝiˈne]
Μαλακ.
τεχνί
[teˈxni]
Τελμ.
Από το τουρκ. επίθ. tenha = α) αραιοκατοικημένος β) απόμερος γ) έρημος δ) μόνος, όπου και διαλεκτ. τύπ. tehne.
1. Ερημιά
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Βόσκει και παραβόσκει τα από τεχνί σε τόπο
(Τα βόσκει και τα παραβόσκει στης ερημιάς τον τόπο)
Τελμ.
-Αλεκτ.
Συνών.
γαριπιά, γαριπλίκι :2, γιαζί, γιαμπάνι, μεϊντάνι
3. Ως επίρρ., παράμερα
Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 04/03/2025