ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεγινέ (ουσ. ουδ.) τεγινέ [teʝiˈne] Μαλακ. τεχνί [teˈxni] Τελμ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tekine = ερημιά, πβ. και επίθ. tekin = έρημος, μόνος.
1. Ερημιά Τελμ. : || Ασμ. Βόσκει και παραβόσκει τα από τεχνί σε τόπο (Τα βόσκει και τα παραβόσκει στης ερημιάς τον τόπο) Τελμ. -Αλεκτ. Συνών. γαριπιά, γαριπλίκι :2, γιαζί, γιαμπάνι :1, μεϊντάνι :3
2. Μοναξιά Μαλακ.