τεγινέ
(ουσ. ουδ.)
τεγινέ
[teʝiˈne]
Μαλακ.
τεχνί
[teˈxni]
Τελμ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tekine = ερημιά, πβ. και επίθ. tekin = έρημος, μόνος.
1. Ερημιά
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Βόσκει και παραβόσκει τα από τεχνί σε τόπο
(Τα βόσκει και τα παραβόσκει στης ερημιάς τον τόπο)
Τελμ.
-Αλεκτ.
Συνών.
γαριπιά, γαριπλίκι :2, γιαζί, γιαμπάνι :1, μεϊντάνι :3
2. Μοναξιά
Μαλακ.