τεδέ
(σύνδ.)
τεδέ
[teˈðe]
Φάρασ.
τιδέ
[tiˈðe]
Αφσάρ., Σατ., Φάρασ.
Πιθ. από το επίρρ. τα, όπου και τύπος τε, και τον σύνδ. δε. Για τις χρήσεις του βλ. Αναστασιάδης (1976: 280-281).
(Να) λοιπόν
:
’γώ ’ρέ τεδέ έχω τη σι-έση ση μέση· με τούς ’άν’τα ’φήκω τζ̑αι να υπάγω να ιδώ τη μα μου;
(Εγώ τώρα λοιπόν, να, έχω το διασίδι στη μέση· μα πώς θα το αφήσω και θα πάω να δω την μάνα μου;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
'σ' σώνας το καdζί 'α χαθώ τεδέ
(Θα χαθώ, λοιπόν, εξαιτίας των λόγων που λέει η χελώνα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
-Πού ένι ο νομάτ͑; -Τιδέ έν' αδα̈́!
(-Πού είναι (αυτός) ο άνθρωπος; -Να εδώ είναι, λοιπόν!)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Τιδέ είπεν 'τι τσ̑' η κουνdούρα
(Είπε, λοιπόν, κι αυτή (η αλεπού) με την κοντή ουρά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Χα τιδέ είπα σε τ’ αβούτζι αν ασ̑λανίχ̇ι· να ’ούμε π’ ’α με ποίκ’ τεΐ
(Εγώ, λοιπόν, σου είπα ένα τέτοιο αστείο· να δούμε τι θα μου κάνεις)
Φάρασ.
-Παπαδ.
'γώ τιδέ θωρείς με φκακώνω· τούς 'α 'φήκω το ζυμάρι ση μέση τζαι 'α νάρτω;
(Νά, εγώ με βλέπεις να πλάθω, λοιπόν· πώς ν' αφήσω το ζυμάρι στη μέση και νά 'ρθω;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τιδέ σοτίπως να χολιεστεί!
(Να λοιπόν γιατί θα θυμώσει!)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Ασμ.
Έφκωσε 'τός τεδέ την Χριστενοσύνη!
(Άπλωσε, λοιπόν, αυτός την Χριστιανοσύνη)
Φάρασ.
-Θεοδ.Τραγ.