ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεκέρι (ουσ. ουδ.) τεκέρι [teˈceri] Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. τ͑α̈κ͑α̈́ρι [tʰæˈkhæri] Φάρασ. τεgίρι [teˈgɯri] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. teker = α) ως ουσ., τροχός β) ως επίθ., στρογγυλός, όπου και διαλεκτ. τύπ. tekir (THADS 10, λ. tekir I).
1. Τροχός Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. Συνών. τρόχι
2. Πιάτο φαγητού, πιθ. λόγω δισκοειδούς σχήματος Φάρασ. : Φάισαν το qαβουρμά. πέμειναν στο τεκέρι αν μπούτζ̑ι (έφαγαν τον καβουρμά, απόμεινε στο πιάτο ένα κομμάτι) Φάρασ. -Dawk. Συνών. πινέκι, πιάτο, σκουτέλι :1, ταμπάκι
3. Γεωγραφική περιφέρεια Φάρασ.
Συνών. πινέκι