τεκέρι
(ουσ. ουδ.)
τεκέρι
[teˈceri]
Σίλ., Φάρασ., Φκόσ.
τ͑α̈κ͑α̈́ρι
[tʰæˈkhæri]
Φάρασ.
τεgίρι
[teˈgɯri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. teker = α) ως ουσ., τροχός β) ως επίθ., στρογγυλός, όπου και διαλεκτ. τύπ. tekir (THADS 10, λ. tekir I).
2. Πιάτο φαγητού, πιθ. λόγω δισκοειδούς σχήματος
Φάρασ.
:
Φάισαν το qαβουρμά. πέμειναν στο τεκέρι αν μπούτζ̑ι
(έφαγαν τον καβουρμά, απόμεινε στο πιάτο ένα κομμάτι)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
πινέκι, πιάτο, σκουτέλι :1, ταμπάκι
3. Γεωγραφική περιφέρεια
Φάρασ.
Συνών.
πινέκι