ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεκνές (ουσ. αρσ.) τ͑εκνέ [tʰeˈkne] Αξ., Σινασσ. ταγνέ [ta'ɣne] Αξ., Αφσάρ. Από το νεότ. ουσ. τεκνές = σκάφη (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tekne = α) δεξαμενή υγρών β) γούρνα γ) βάρκα.
1. Σκάφη Σινασσ.
2. Χοάνη μύλου Αξ., Αφσάρ. : Εκεί κοιμήχε σο ταγνέ (Πήγε να κοιμηθεί εκεί στη χοάνη) Αξ. -Dawk. Ηύραν σο ταγνέ μέσα το αρqαdάσ̑ι τ' (Βρήκαν μέσα στη χοάνη τον φίλο του) Αξ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025