τεκνές
(ουσ. αρσ.)
τ͑εκνέ
[tʰeˈkne]
Αξ., Σινασσ.
ταγνέ
[ta'ɣne]
Αξ., Αφσάρ.
Από το νεότ. ουσ. τεκνές = σκάφη (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tekne = α) δεξαμενή υγρών β) γούρνα γ) βάρκα.
1. Σκάφη
Σινασσ.
2. Χοάνη μύλου
Αξ., Αφσάρ.
:
Εκεί κοιμήχε σο ταγνέ
(Πήγε να κοιμηθεί εκεί στη χοάνη)
Αξ.
-Dawk.
Ηύραν σο ταγνέ μέσα το αρqαdάσ̑ι τ'
(Βρήκαν μέσα στη χοάνη τον φίλο του)
Αξ.
-Dawk.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025