τεκνέ
(ουσ. ουδ.)
τ͑εκνέ
[tʰeˈkne]
ταγνέ
[ta'ɣne]
Αξ., Αφσάρ.
Από το νεότ. ουσ. τεκνές = σκάφη (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tekne = δεξαμενή υγρών, γούρνα, βάρκα.
Χοάνη μύλου
Αξ., Αφσάρ.
:
Εκεί κοιμήχε σο ταγνέ
(πήγε να κοιμηθεί εκεί στη χοάνη)
Αξ.
-Dawk.
Ηύραν σο ταγνέ μέσα το αρqαdάσ̑ι τ
(βρήκαν μέσα στη χοάνη τον φίλο του)
Αξ.
-Dawk.