ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεκνέ (ουσ. ουδ.) τ͑εκνέ [tʰeˈkne] ταγνέ [ta'ɣne] Αξ., Αφσάρ. Από το νεότ. ουσ. τεκνές = σκάφη (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tekne = δεξαμενή υγρών, γούρνα, βάρκα.
Χοάνη μύλου Αξ., Αφσάρ. : Εκεί κοιμήχε σο ταγνέ (πήγε να κοιμηθεί εκεί στη χοάνη) Αξ. -Dawk. Ηύραν σο ταγνέ μέσα το αρqαdάσ̑ι τ (βρήκαν μέσα στη χοάνη τον φίλο του) Αξ. -Dawk.