τελετόρ
(ουσ. ουδ.)
τελετόρ
[teleˈtor]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. tarator = είδος αλείμματος με καρύδια, με εναλλαγή υγρών. Η λ. πιθ. απώτερα αντιδάν., καθώς κατά τον Theodoridis (1974) προέρχεται από το πρώιμ μεσν. επίθ. ταρακτός (ποντ. ταραχτόν = πρωτόγαλα, πβ. και Andriotis 1974: 546), ενώ κατά τον Νişanyan (2002- 2020) από το βενετ. trattor = εστιάτορας, μάγειρας.
Σκορδαλιά