ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεκνώνω (ρ.) τεκνώνω [teˈknono] Τροχ., Φλογ. τεκνώνου [teˈknonu] Μισθ. Αόρ. τέκνωσα [ˈteknosa] Φλογ. Από το αρχ. ρ. τεκνόω-ῶ.
Κάνω παιδιά ό.π.τ. : Να μη τεκνώσεις! (Να μην κάνεις παιδιά· αρά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Θεγός να σας δώκ' παιδιά, να τεκνώσιτ' (Ο Θεός να σας δώσει παιδιά, να τεκνοποιήσετε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. γεννώ