τεκνώνω
(ρ.)
τεκνώνω
[teˈknono]
Τροχ., Φλογ.
τεκνώνου
[teˈknonu]
Μισθ.
Αόρ.
τέκνωσα
[ˈteknosa]
Φλογ.
Από το αρχ. ρ. τεκνόω-ῶ.
Κάνω παιδιά
ό.π.τ.
:
Να μη τεκνώσεις!
(Να μην κάνεις παιδιά· αρά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Θεγός να σας δώκ' παιδιά, να τεκνώσιτ'
(Ο Θεός να σας δώσει παιδιά, να τεκνοποιήσετε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γεννώ