ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεκερλετίζω (ρ.) τεκερλετίζου [tecerleˈtizu] Φάρασ. Παθ. Μτχ. τεκερλετημένου [tecerletiˈmenu] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. terkelemek (αόρ. terkeledi) = περιστρέφομαι, κυλάω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Στρογγυλεύω κάτι Συνών. γιουβαρλαντίζω, στρογγυλίζω :1, τοπαρλατίζω
2. Η μτχ., στρογγυλεμένος, στρογγυλός
Τροποποιήθηκε: 20/03/2025