τεκερλετίζω
(ρ.)
τεκερλετίζου
[tecerleˈtizu]
Φάρασ.
Παθ. Μτχ.
τεκερλετημένου
[tecerletiˈmenu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. terkelemek (αόρ. terkeledi) = περιστρέφομαι, κυλάω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Στρογγυλεύω κάτι
Συνών.
γιουβαρλαντίζω :3, στρογγυλίζω :1, τοπαρλατίζω
2. Η μτχ., στρογγυλεμένος, στρογγυλός