ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεκλίφι (ουσ. ουδ.) τεκλίφι [teˈklifi] Σίλ., Φάρασ. τεκλίφ' [teˈklif] Αξ., Γούρδ., Μαλακ. Από το νεότ. ουσ. τεκλίφι (πβ. Δαποντ. Δακ. ἐφ. 32.11.79 «ἐπρόβαλεν οὗτος κάποια τεκλίφια δύσκολα περὶ τῶν ὑποθέσεων τοῦ κιαμπέ»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. teklif = α) ανάθεση β) πρόταση.
Αίτημα, ανατιθέμενο έργο ό.π.τ. : Βαβά τ'νε, 'τον άκουσεν τ' ναίκας ετό τό τεκλίφ', πόνεσεν (Ο πατέρας τους, όταν άκουσε αυτό το αίτημα της γυναίκας, στεναχωρέθηκε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έχω τρία τεκλίφια. αν ντα φέρεις με, να σε ντώκω σ’ εσέ (Έχω τρία πράγματα να αναθέσω, αν μου τα φέρεις, θα το δώσω σ' εσένα) Γούρδ. -Dawk. Έχου σου τίρια τεκλίφια, σε σου τα πω, ε να μου τα κάνεις αυτά, σε σου πάρω (Έχω τρία πράγματα να σου αναθέσω, θα σου τα πω, αν μου τα κάνεις θα σε παντρευτώ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Φτένεις τεκλίφε τζ̑αι μαχανάδε να γινεί γαβγάς ντεγί (Διατυπώνεις αιτήματα και κάνεις τεχνάσματα για να προκαλέσεις πόλεμο) Φάρασ. -Dawk.Boy