ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τελέτρι (ουσ.) τελέτρι [teˈletri] Σινασσ., Φάρασ. τελέτιρ [teˈletir] Αξ., Μαλακ., Μισθ. Από το μεταγν. ουσ. τερέτριον (πβ. Θεόφρ. Φυτ. ἱστ. 5.7.8.2 «Διῄρηται δὲ καὶ πρὸς τὰ τεκτονικὰ τῶν ὀργάνων ἕκαστα κατὰ τὴν χρείαν· οἷον σφυρίον μὲν καὶ τερέτριον ἄριστα μὲν γίνεται κοτίνου»), το οπ. από αρχ. ουσ. τέρετρον = τρυπάνι, όπου και μεσν. τύπ. τέλετρον με ανομ. υγρών (LBG). Η λ. υπό τύπ. τελέτρι και Πόντ.
Kοπίδι, σμίλη ό.π.τ.