τεμετού
(ουσ. ουδ.)
τεμετού
[temeˈtu]
Σινασσ.
Από την τουρκ. φρ. temettü vergisi = φόρος επί των κερδών (Redhouse) με παράλειψη της δεύτερης λ.
Φόρος επιτηδεύματος
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025