ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεμπελίκι (ουσ. ουδ.) τεμbελ-λίκ' [tembelˈlik] Μαλακ. τεμbελίκι [tembeˈlici] Φάρασ. τα̈μbα̈λ-λίχ̇ι [tæmbælˈlixi] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Νεότ. ουσ. τεμπελίκι (Mackridge 2021: 145), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tembellik = τεμπελιά.
Τεμπελιά ό.π.τ. Συνών. οκνία