οκνία
(ουσ. θηλ.)
'κνία
[ˈknia]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ὀκνία (Λεξ. Βλάχ.). Η λ. και Πόντ.
Τεμπελιά
Συνών.
τεμπελίκι