ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ολαντίζω (ρ.) ολαdίζω [olaˈdizo] Αξ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. ölemek = αποτρέπω να γίνει κάτι.
Αργώ, καθυστερώ : Πολύ ολαdίζ' (Πολύ καθυστερεί) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. αργώ :2, Αντίθ γουβραΐζω
Τροποποιήθηκε: 24/01/2025