ολαντίζω
(ρ.)
ολαdίζω
[olaˈdizo]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. ölemek = αποτρέπω να γίνει κάτι.
Τροποποιήθηκε: 24/01/2025