ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ολονμέρα (επίρρ.) ολονμέρα [olonˈmera] Αραβαν. ολονμέρ' [olonˈmer] Αραβαν. όλονμερ' ['olonmer] Γούρδ. Πιθ. από το μεσν. επίρρ. ὁλημέρα (για την σημ. 1) με επίδρ. του επιρρ. όλοχρον, όπου και τύπ. ολοχρόν.
1. Ολημερίς ό.π.τ. : Ολονμέρ' σο σπίσ̑' τουν ζάισ̑καν γαβγά και κουπανιζόσαν (Όλη μέρα στο σπίτι τους καβγάδιζαν και δέρνονταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ολημερινό, ολημερινώς, ολημεριώς
2. Καθημερινά, κάθε μέρα ό.π.τ. : Άρχεψαν σον ολονμέρ' να γκελεdζ̑εύουν (Άρχισαν να κουβεντιάζουν όπως (έκαναν) κάθε μέρα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το καμήλ', σον ολονμέρ', πήγε σα γιαbάνια (Το καμήλι, όπως κάθε μέρα, πήγε στα χωράφια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ότσ̑ιγαλ' το ζάισ̑κε ολονμέρ' (Όπως το έκανε κάθε μέρα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ολονμἐρα τα ορνίγια μας ντε γεννούν (δεν έχουμε όλες τις μέρες την ίδια τύχη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Ολονμέρα μπαϊράμ' ντέ ’ναι (Δεν είναι κάθε μέρα μπαϊράμι˙ Κάθε μέρα δεν είναι γιορτή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κούντε