ολονμέρα
(επίρρ.)
ολονμέρα
[olonˈmera]
Αραβαν.
ολονμέρ'
[olonˈmer]
Αραβαν.
όλονμερ'
['olonmer]
Γούρδ.
Πιθ. από το μεσν. επίρρ. ὁλημέρα (για την σημ. 1) με επίδρ. του επιρρ. όλοχρον, όπου και τύπ. ολοχρόν.
1. Ολημερίς
ό.π.τ.
:
Ολονμέρ' σο σπίσ̑' τουν ζάισ̑καν γαβγά και κουπανιζόσαν
(Όλη μέρα στο σπίτι τους καβγάδιζαν και δέρνονταν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ολημερινό, ολημερινώς, ολημεριώς
2. Καθημερινά, κάθε μέρα
ό.π.τ.
:
Άρχεψαν σον ολονμέρ' να γκελεdζ̑εύουν
(Άρχισαν να κουβεντιάζουν όπως (έκαναν) κάθε μέρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το καμήλ', σον ολονμέρ', πήγε σα γιαbάνια
(Το καμήλι, όπως κάθε μέρα, πήγε στα χωράφια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ότσ̑ιγαλ' το ζάισ̑κε ολονμέρ'
(Όπως το έκανε κάθε μέρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ολονμἐρα τα ορνίγια μας ντε γεννούν
(δεν έχουμε όλες τις μέρες την ίδια τύχη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ολονμέρα μπαϊράμ' ντέ ’ναι
(Δεν είναι κάθε μέρα μπαϊράμι˙ Κάθε μέρα δεν είναι γιορτή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
κούντε