ολονμέρα
(επίρρ.)
ολονμέρα
[olonˈmera]
Αραβαν.
ολονμέρ'
[olonˈmer]
Αραβαν.
όλονμερ'
['olonmer]
Γούρδ.
Από το μεσν. επίρρ. ὁλημέρα, με συμφωνία κατά το ουδ. γέν.
Πβ.
όλοχρον
1. Ολημερίς
ό.π.τ.
:
Ολονμέρ' σο σπίσ̑' τουν ζάισ̑καν γαβγά και κουπανιζόσαν
(Όλη μέρα στο σπίτι τους καβγάδιζαν και δέρνονταν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ολημερινώς, ολημεριώς
2. Καθημερινά, κάθε μέρα
ό.π.τ.
:
Άρχεψαν σον ολονμέρ' να γκελετζ̑εύουν
(Άρχισαν να κουβεντιάζουν όπως (έκαναν) κάθε μέρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το καμήλ’, σον ολονμέρ', πήγε σα γιαbάνια
(Το καμήλι, όπως κάθε μέρα, πήγε στα χωράφια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ότσ̑ιγαλ’ το ζάισ̑κε ολονμέρ'
(Όπως το έκανε κάθε μέρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ολονμέρα μπαϊράμ' ντέ ’ναι
(Κάθε μέρα δεν είναι γιορτή˙ δεν μπορεί να είμαστε πάντα τυχεροί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ολονμἐρα τα ορνίγια μας ντε γεννούν
(Δεν γεννάνε κάθε μέρα οι κότες μας˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
κούντε
Τροποποιήθηκε: 28/06/2025