ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ολούκι (ουσ. ουδ.) ολούκι [oˈluki] Σίλ. ολούκ' [oˈluk] Τροχ. ολούχ' [oˈlux] Ανακ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. oluk = αγωγός, όπου και διαλεκτ. τύπ. oluh, το οπ. απώτερης ελλ. αρχής από το αρχ. ουσ. ὁλκός (Nişanyan 2002-2022: λ. oluk). Πβ. ν.ε. λούκι.
1. Λούκι, υδρορροή Ανακ., Σινασσ., Τροχ.
2. Eιδικότ., η οπή από την οποία έρρεε ο μούστος στο απολήνι Σίλ.