ολτσέκ
(ουσ. ουδ.)
ο̈λτσ̑έκ
[ølˈtʃek]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. ölçek =α) μεζούρα β) δοχείο για την μέτρηση των σιτηρών.
Μονάδα μέτρησης σιτηρών ισοδύναμη με 6 οκάδες