ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ομούτι (ουσ. ουδ.) ομούτι [oˈmuti] Φάρασ. ομούτ' [oˈmut] Μαλακ. ομούσ̑' [oˈmuʃ] Αραβαν. μούτι [ˈmuti] Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. μούτ' [mut] Μισθ., Φλογ. Πληθ. ομούτζα [oˈmudza] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. umut = ελπίδα, προσδοκία.
Ελπίδα, προσδοκία ό.π.τ. : Έφυγε μι τό ομούσ' να μποίκ πατισ̑αχιοῡ τό κορίσ̆' νύφ' σό καμήλι τ' (Έφυγε με την ελπίδα να κάνει του βασιλιά το κορίτσι νύφη για το καμήλι του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. To μούτι μ' έν' σε σένα (Οι ελπίδες μου είναι σε σένα) Σινασσ. -Λεύκωμα Ντου μούτι μ' σε σέ 'νι, λέ', μπασ̑ά (Η ελπίδα μου είναι σε σένα, λέει αδελφέ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να γιασ̑ατίσ’ δεν ’ναι, πέθανεν, να κόψομε το μούτ΄ (Δεν είναι να ζήσει, πέθανε, ας μην ελπίζουμε πια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Σ̑άνου μούτ' (Κάνω ελπίδα˙ Ελπίζω, προσδοκώ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έκοψα τα ομούτζα μου (Έκοψα τις ελπίδες μου˙ απελπίστηκα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Είπι ντουτ, μποίκι μούτ' (Πες μούρο, κάνε ελπίδα˙ Πες τη λέξη <em>μούρο</em> και εγώ θα σου πω <em>Κάνε υπομονή</em>) Μισθ. -Κοτσαν. Πιάνω ομούσ̑' (Πιάνω ελπίδα˙ Επαφίεμαι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.