ομούτι
(ουσ. ουδ.)
ομούτι
[oˈmuti]
Φάρασ.
ομούτ'
[oˈmut]
Μαλακ.
ομούσ̑'
[oˈmuʃ]
Αραβαν.
μούτι
[ˈmuti]
Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
μούτ'
[mut]
Μισθ., Φλογ.
Πληθ.
ομούτζα
[oˈmudza]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. umut = ελπίδα, προσδοκία.
Ελπίδα, προσδοκία
ό.π.τ.
:
Έφυγε μι τό ομούσ' να μποίκ πατισ̑αχιοῡ τό κορίσ̆' νύφ' σό καμήλι τ'
(Έφυγε με την ελπίδα να κάνει του βασιλιά το κορίτσι νύφη για το καμήλι του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
To μούτι μ' έν' σε σένα
(Οι ελπίδες μου είναι σε σένα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ντου μούτι μ' σε σέ 'νι, λέ', μπασ̑ά
(Η ελπίδα μου είναι σε σένα, λέει αδελφέ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να γιασ̑ατίσ’ δεν ’ναι, πέθανεν, να κόψομε το μούτ΄
(Δεν είναι να ζήσει, πέθανε, ας μην ελπίζουμε πια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Σ̑άνου μούτ'
(Κάνω ελπίδα˙ Ελπίζω, προσδοκώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έκοψα τα ομούτζα μου
(Έκοψα τις ελπίδες μου˙ απελπίστηκα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Είπι ντουτ, μποίκι μούτ'
(Πες μούρο, κάνε ελπίδα˙ Πες τη λέξη <em>μούρο</em> και εγώ θα σου πω <em>Κάνε υπομονή</em>)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πιάνω ομούσ̑'
(Πιάνω ελπίδα˙ Επαφίεμαι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.