όμωσμα
(ουσ. ουδ.)
όμουσμα
[ˈomuzma]
Σίλ.
όμισμα
[ˈomizma]
Σίλ.
Από το ρ. ομώνω, όπου και τύπ. ομάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025