όμισμα
(ουσ. ουδ.)
όμισμα
[ˈomizma]
Σίλ.
όμουσμα
[ʹomuzma]
Σίλ.
Από το ρ. ομώνω, όπου και τύπ. ομάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.