ονομασία
(ουσ. θηλ.)
ονομασία
[onomaˈsia]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
ονομασιά
[onomaʹsça]
Φλογ.
Αρχ. ουσ. ὀνομασία = όνομα, έκφραση.
Oνομαστική εορτή
ό.π.τ.
:
Βα τ' δε μπόρ'ζεν εκεί το χρόνο να το γιορτάσει, να ποίκ' τ' ονομασία τ'
(Ο πατέρας του δεν μπόρεσε εκείνο το χρόνο να γιορτάσει την ονομαστική εορτή του)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τελάσταμε και σε λίγα ονομασίες, ικιού κέρασαν μας, είπαμε χρόνια πολλά, να ζήσεις με τ' όνομ' σας
(Γυρίσαμε και σε λίγες ονομαστικές γιορτές, εκεί μας κέρασαν, είπαμε χρόνια πολλά, να χαίρεσαι το όνομά σου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Παίνισ̑καν σα ονομασιές δου τα σπίτια, λέγισ̑καν χρόνια πολλά
(Πήγαιναν στα σπίτια που είχαν ονομαστική γιορτή (εορταζόμενο), έλεγαν χρόνια πολλά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Παίνου σ’ ονομασία τ’
(Πηγαίνω στην ονομαστική του γιορτή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
όνομα :4
Τροποποιήθηκε: 16/07/2025