ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ονομασία (ουσ. θηλ.) ονομασία [onomaˈsia] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. Αρχ. ουσ. ὀνομασία = όνομα, έκφραση.
Η ονομαστική εορτή ό.π.τ. : Βα τ' δε μπόρ'ζεν εκεί το χρόνο να το γιορτάσει, να ποίκ' τ' ονομασία τ' (Ο πατέρας του δεν μπόρεσε εκείνο το χρόνο να γιορτάσει την ονομαστική εορτή του) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Παίνου σ’ ονομασία τι’ (Πηγαίνω στην ονομαστική του γιορτή) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. όνομα