ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οξίδι (ουσ. ουδ.) οξ̑ίδ' [oˈkʃið] Ανακ., Δίλ., Φλογ. οξ̑ίρι [oˈkʃiri] Σίλ. οξ̑ίρ' [oˈkʃir] Αραβαν. οξίτ' [oˈksit] Φερτάκ. οξ̑ίγ̑' [oˈkʃiʝ] Αξ. οξί [oˈksi] Μισθ., Ουλαγ. ξίδι [ˈksiði] Σινασσ. ξίδ' [ksið] Μισθ. ξ̑ίγ̑' [kʃiʝ] Αξ. Πληθ. ξίδε [ˈksiðe] Φάρασ. Από το μεταγν. οὐσ. ὀξίδιον > μεσν. ξίδι.
Ξίδι ό.π.τ. : Ν’ αρρωστήσ’ κανείς, οξίδ’ και κεπέκια βάλλισκαμ’ (Αν αρρώσταινε κανείς, βάζαμε ξίδι και πίτουρα, ενν. στα πόδια του) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Σαρδέλες, μι δ΄ οξί τσι μι δου λά’ι (σαρδέλες με το ξίδι και με το λάδι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κώνου λί’ου οξί 'ς μαρουλιού σάλατα (ρίξε λίγο οξύ στην μαρουλοσαλάτα) Μισθ. -Κοτσαν. Ντώκιν ντου όλιους, βάλλισ̑καμ’ σο ξίδ’, σο γιογούρτ’ (Τον χτυπούσε ο ήλιος, τον βάζαμε στο ξίδι, στο γιαούρτι (ενν. βουτούσαν σε διάλυμα με ξίδι ή γιαούρτι τα ρούχα κάποιου που είχε πάθει ηλίαση και του τα ξαναφορούσαν) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Ξίδι μοναχό (Σκέτο ξίδι˙ Για ξινούς, δύστροπους ανθρώπους) Σινασσ. -Αρχέλ. Κρασ̑ού τ’οξ̑ίρ’ γουβετλΰ νίσ̑κεται (Το ξίδι του κρασιού (που γίνεται από κρασί) δυνατό γίνεται˙ Φανατικότερος γίνεται αυτός που αλλάζει πεποιθήσεις ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το κεσκίν τ’οξ̑ίρ’ σο σκεύος-ιτ' ζασ̑' ζαράρ (Το δυνατό ξίδι κάνει ζημιά στο σκεύος του˙ Όποιος θυμώνει πολύ κάνει κακό στον εαυτό του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.