ονουατσίχ
(ουσ. ουδ.)
ονουατσίχ
[oˈnuatsix]
Ανακ.
Από την τουρκ. φρ. önü açık (yer) = (μέρος) ανοιχτό από μπροστά.
Σκεπαστός εξώστης ως συνέχεια της στέγης του σπιτιού
Ανακ.