ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ομτζά (ουσ. ουδ.) ομτζ̑ά [omʹdʒa] Φλογ. Πληθ. ομτζ̑άδια [omʹdʒaðʝa] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. omca ή omça = α) κορμός κλήματος β) κεντρικό ανθρώπινο οστό, ισχίο (Tietze 2018, λ. omca).
Κορμός κλήματος : Σ̑ήκωσαμ' φέτο πολλά ομτζ̑άδια (Βγάλαμε, ξερριζώσαμε φέτος πολλά κλήματα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812