ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ομώνω (ρ.) oμώνω [oˈmono] Σίλ. αμνάω [aˈmnao] Φάρασ. ομανίσ̑κω [omaˈniʃko] Αξ., Φλογ. ομάζω [oˈmazo] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. Αόρ. όμασα ['omasa] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. όμεσα [ˈomesa] Σίλ. ομανάντ'σα [omaˈnadsa] Μισθ. Από το αρχ. ρ. ὀμνύω. Ο τύπ. ομώνω μεσν., με μεταπλ. σε -ώνω λόγω του κοινού αορ. σε -οσα. Ο τύπ. ομάζω νεότ. με μεταπλ. αναλογ. προς τα ρήματα σε -ζω λόγω του κοινού αορίστου σε -σα (ὤμοσα). Ο τύπ. αμνάω με μεταπλ. αναλογ. προς τα ρ. σε -αω και προχωρητική αφομ. [o-a > a-a]. Το ομανίσ̆κω με -ανίσκω αναλογ. προς άλλα ρ. σε -ανίσκω.
Ορκίζομαι ό.π.τ. : Ομών̑ει «Να τα ειπώ τζα τεγή» (Ορκίζεται "θα τα πω έτσι στο θείο μου») Σίλ. -Αρχέλ. Πιστεύω σε, με ομανίσ̆κεις (σε πιστεύω, μην ορκίζεσαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Kάκα, ομανάντ'σα να σ' ορτώσω (Γιαγιάκα, ορκίστηκα να σε γαμήσω) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Να μην ομάσεις, μέ' κακό ’ναι (Να μην ορκιστείς, είναι μεγάλο κακό) Ανακ. -Κωστ.Α.