ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όνομα (ουσ. ουδ.) όνομα [ˈonoma] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. όνουμα [ˈonuma] Αξ., Μισθ. όναμα [ˈonama] Σίλ. όνυμα [ˈonima] Τσουχούρ., Φάρασ. όνομο [ˈonomο] Φάρασ. Πληθ. ονόματα [oˈnomata] Σίλ., Φάρασ. ονούματα [oˈnumata] Αξ. Αρχ. ουσ. ὄνομα, όπου και αρχ. τύπ. ὄνυμα.
1. Όνομα προσώπου ό.π.τ. : Τ’ τέκνων τα ονόματα (τα ονόματα των παιδιών) Σίλ. -Dawk. Τ’ όνομα τ’ λέιξαν του κελ ογλάν (το όνομά του το έλεγαν Φαλακρό) Μαλακ. -Dawk. Έσ̑ει ένα ζόρι όναμα (έχει ένα δύσκολο όνομα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μπαγιρντά τα φσ̑άχα με τα ονούματα τ’νε (φωνάζει τα παιδιά με τα ονόματα τους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Του ‘γγόνι μ’ χέκαμ’ ντ' όνουμα (του εγγονιού μου δώσαμε το όνομά (ενν. μου)) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'ς τα δώσουμ' α όνομα (Ας τους δώσουμε ένα όνομα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τα παράγια απάν' να έν' Κωνσταντίνος ντο όνομα (Το όνομα πάνω στα νομίσματα να εἰναι Κωνσταντίνος) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τ' όνυμά του λένκαν τα Κονdοριβίδ' (Το όνομά του ήταν Κοντορεβιθούλης) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Τσ̑άπου ’α αντιέσ’ του Χριστού τ’ όνομα είν’ ατσ̑ει κοντά σου (Όπου το μνημονεύσεις το όνομα του Χριστού, είναι εκεί κοντά σου) Φάρασ. -Αναστασ. Λουτροργιού τ’ όνομα είπαv dο: «Μέσ̑ης το λουτρό» (Το όνομα του λουτρού το είπαν «Της Μέσης το λουτρό») Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Φρ. Βάζω όνομα (βάζω όνομα ˙ ονομάζω, δίνω όνομα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντο όνομά σ’ τι ’ναι; (το όνομά σου τι είναι;˙ πώς σε λένε;) Ουλαγ. -Κεσ. Ήρταν ντ’ έχ’νι ντ’ όνομά τ’νι (ήρθαν αυτοί που έχουν το όνομά τους˙ περί ου ο λόγος) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ονοματιού ντου χαρτί (του ονοματος το χαρτί˙ το χαρτί με τα ονόματα των νεκρών τα οποία διάβαζε ο παπάς στο μνημόσυνο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μέγο όνομο τσ̑αι κουτούκικο ‘ίδι (μεγάλο όνομα και κουτσοκέρατο γίδι˙ ειρωνικώς για κάποιον δήθεν ξακουστό που όμως δεν έχει ουδεμία αξία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Χέκου όνουμα (Θέτω όνομα˙ ονομάζω) Μισθ. -Κοτσαν. Τ’ όνομά σ’ τσ̑’ έν’; (Το όνομά σου τι είναι;˙ Πώς σε λένε;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. ’κόμη συ είσαι μο του δώτσ̑ε η μα σου τ’ όνομα (Εσύ ακόμα είσαι με το όνομα που σού ’δωσε η μάνα σου˙ ειρωνική επισήμανση σε κάποιον που πρόωρα επιχειρεί κάτι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Είν' τσ̑ι πάππου τ’ ντου όνουμα τσ̑ι σην Πόλη γραμμένου (είναι και του παππού του το όνομα και είναι στην Κωνσταντινούπολη γραμμένο· από άσμ. κατά ντύσιμο του γαμπρού) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Υπογραφή Σίλ. : 'γώ τ’ όναμά μου ρεν ντα σέκνου (Εγώ την υπογραφή μου δεν τη βάζω, δεν υπογράφω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. ιμζά
3. Φήμη, υπόληψη κ.α., Φάρασ. : || Φρ. Το στσυλί έσει τ’ όνομο τσαι πασχά νομάτοι τρώνε (το σκυλί έχει τ’ όνομα κι άλλοι τρώνε˙ όταν άλλος κατηγορείται για κάτι αλλά άλλοι κάνουν ακόμη χειρότερες πράξει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αϊβάζης κρού’ τσ̑αι παίρει, τ’ όνομα έν’ dου Κορόγλη (Ο Αϊβάζης δίνει και παίρνει, αλλά το (κακό) όνομα το έχει ο Κορόγλης˙ όταν κάποιος κατηγορείται άδικα για τις κακές πράξεις άλλων) || Παροιμ. Α νοματού όνομο σου να βγκαίνει, να βγκει ο κως του έν’ γκα΄ό (παρά να βγαίνει τ’ όνομα ενός ανθρώπου καλύτερο είναι αν του βγει ο κώλος˙ για την αξία της καλής φήμης) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σου να βκαίνει τ’ όνομά σου, να βκουν τα φτάλμε σου ένι καλό (Παρά να σου βγει το όνομα, καλύτερα να σου βγουν τα μάτια˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. Συνών. εχτισάμ, νάμι
4. Ονομαστική εορτή Ανακ., Αξ., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ. : Να πάμ’ ντο όνομά τ’ (να πάμε στην ονομαστική γιορτή του) Ουλαγ. -Κεσ. Μεσαύρι’ έχομ’ τ’ όνομά μας (μεθαύριο έχουμε τη γιορτή μας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να ζήσεις με τ' όνομά σ' (Να ζήσεις με το όνομά σου, ευχή ονομαστικής εορτής) Ανακ. -Κωστ.Α. Ένα μέρα Στημπόλ τόναν το Φλοϊτενός είχ̇ισ̑κεν όνομα (Μια μέρα στην Πόλη ο ένας ο Φλογητινός είχε την ονομαστική του εορτή) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Να ζήσεις με τ’ όνομά σ’ (να ζήσεις με το όνομά σου˙ ευχή σε εορταζόμενο) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. ονομασία