ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όμουχλα (ουσ. θηλ.) όμουχλα [ʹomuxla] Σίλ. Από το αρχ. ουσ. ὀμίχλη, δωρ. ὀμίχλα.
Ομίχλη : Α-Γιώργης ήφ'ρι μιά όμουχλα με τ' χαϊβάνιν του, τζίπ τα μάτζα τους ρε σωρούσι οπ' τσην όμουχλα (Ο Άι-Γιώργης έφερε μιά ομίχλη με το άλογό του, τίποτα δεν έβλεπα τα μάτια τους από την ομίχλη) Σίλ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Συνών. αντάρα :1, κατσηφάρα :1, ντουμάνι :2