ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όμουχλα (ουσ. θηλ.) όμουχλα [ˈomuxla] Σίλ. όμουρχα [ʹomurxa] Σίλ. Αρσ. όμουρχας ο [ʹomurxas] Σίλ. Από το αρχ. ουσ. ὁμίχλη, δωρ. ὀμίχλα, με αναβιβασμό του τόνου και εναλλαγή υγρών (Κωστάκης 1968: 51). Πβ. ποντ. έμουχλα.
Ομίχλη : Α-Γιώργης ήφ'ρι μιά όμουχλα με τ' χαϊβάνιν του, τζίπ τα μάτζα τους ρε σωρούσι οπ' τσην όμουχλα (Ο Άι-Γιώργης έφερε μιά ομίχλη με το άλογό του, τίποτα δεν έβλεπα τα μάτια τους από την ομίχλη) Σίλ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Έπιασίν dα όμουρχας (Τους έπιασε ομίχλη) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αντάρα :1, κατσηφάρα :1, ντουμάνι
Τροποποιήθηκε: 25/04/2025