όμουχλα
(ουσ. θηλ.)
όμουχλα
[ʹomuxla]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. ὀμίχλη, δωρ. ὀμίχλα.
Ομίχλη
:
Α-Γιώργης ήφ'ρι μιά όμουχλα με τ' χαϊβάνιν του, τζίπ τα μάτζα τους ρε σωρούσι οπ' τσην όμουχλα
(Ο Άι-Γιώργης έφερε μιά ομίχλη με το άλογό του, τίποτα δεν έβλεπα τα μάτια τους από την ομίχλη)
Σίλ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
αντάρα :1, κατσηφάρα :1, ντουμάνι :2