ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ομουτσούζ (επίθ.) ομουτσούζ [omutʹsuz] Φλογ. Από το τουρκ. επίθ. umutsuz = αυτός που δεν έχει ελπίδα.
Αυτός που δεν έχει ελπίδα : Ομουτσούζ' ναι, δε γιασ̑ατά (Δεν έχει ελπίδα, δεν πρόκειται να ζήσει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812