ομουτσούζ
(επίθ.)
ομουτσούζ
[omutʹsuz]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίθ. umutsuz = αυτός που δεν έχει ελπίδα.
Αυτός που δεν έχει ελπίδα
:
Ομουτσούζ' ναι, δε γιασ̑ατά
(Δεν έχει ελπίδα, δεν πρόκειται να ζήσει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812