ομούρ
(ουσ. ουδ.)
ο̈μΰρ'
[øˈmyr]
Αξ., Σεμέντρ.
όμιουρ'
[ˈomʝur]
Μισθ.
ομούρ'
[oˈmur]
Μισθ.
γιομούρ'
[ʝoˈmur]
Φλογ.
ο̈μϋρΰ
[ømyˈry]
Ουλαγ.
ο̈́μbρϋ
[ˈømbri]
Αξ.
ο̈μbρί
[ømˈbri]
Σίλ.
όμbρι
[ˈombri]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. ὀμούρι (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 23.1.92 «ὅλον τὸ ὀμούρι εἶναι εἰς χεῖράς του»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. ömür = ζωή. Οι τύπ. με ληκτ. -ί από τον τουρκ. κτητ. τύπ.
1. Ζωή, βίος
ό.π.τ.
:
Με το μουχαbέτ' γκετσ̑ίρdινισ̑γκαν το öμϋρΰ τ'
(Με την ευτυχία περνούσαν τη ζωή τους)
Ουλαγ.
-Dawk.
Έλα να σε ποίκω αρκαdάσ̑' στο ο̈́μbρϋ μ'
(Ένα σε κάνω σύντροφο στην ζωή μου (=να σε παντρευτώ))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τουτσά οπ 'ρώ τες τρειζ λίρες χεμ κ͑αζάνdζ̑ησι ο̈μbρίν ντου, χεμ κ͑αζάνdζ̑ησι πολλά παρά
(Με αυτές τις τρεις λίρες κέρδισε την ζωή του και κέρδισε πολλά χρήματα)
Σίλ.
-Dawk.
'πομεν' σε πόμεν σε άλλα τριά μέρες γιομούρ'
(Σου έμειναν άλλες τρεις μέρες ζωής)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Θεός να σε δώκ' απλέρωτο γιομούρ'
(Ο Θεός να σου δώσει μακρά ζωή)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Χεγός να σι δώκ' πολύ ομούρ'
(Ο Θεός να σου δώσει πολλή ζωή˙ Ευχή για μακροζωΐα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
γιασατιέσιμα, ζωή, ψυχή
2. Ζωντάνια
Μισθ.
:
Όμιουρ' απάνου σ' ντεν έεις
(Ζωή πάνω σου δεν έχεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.