ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ομούρ (ουσ. ουδ.) ο̈μΰρ' [øˈmyr] Αξ., Σεμέντρ. όμιουρ' [ˈomʝur] Μισθ. ομούρ' [oˈmur] Μισθ. γιομούρ' [ʝoˈmur] Φλογ. ο̈μϋρΰ [ømyˈry] Ουλαγ. ο̈́μbρϋ [ˈømbri] Αξ. ο̈μbρί [ømˈbri] Σίλ. όμbρι [ˈombri] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. ὀμούρι (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 23.1.92 «ὅλον τὸ ὀμούρι εἶναι εἰς χεῖράς του»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. ömür = ζωή. Οι τύπ. με ληκτ. από τον τουρκ. κτητ. τύπ.
1. Ζωή, βίος ό.π.τ. : Με το μουχαbέτ' γκετσ̑ίρdινισ̑γκαν το öμϋρΰ τ' (Με την ευτυχία περνούσαν τη ζωή τους) Ουλαγ. -Dawk. Έλα να σε ποίκω αρκαdάσ̑' στο ο̈́μbρϋ μ' (Ένα σε κάνω σύντροφο στην ζωή μου (=να σε παντρευτώ)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τουτσά οπ 'ρώ τες τρειζ λίρες χεμ κ͑αζάνdζ̑ησι ο̈μbρίν ντου, χεμ κ͑αζάνdζ̑ησι πολλά παρά (Με αυτές τις τρεις λίρες κέρδισε την ζωή του και κέρδισε πολλά χρήματα) Σίλ. -Dawk. 'πομεν' σε πόμεν σε άλλα τριά μέρες γιομούρ' (Σου έμειναν άλλες τρεις μέρες ζωής) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Θεός να σε δώκ' απλέρωτο γιομούρ' (Ο Θεός να σου δώσει μακρά ζωή) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Χεγός να σι δώκ' πολύ ομούρ' (Ο Θεός να σου δώσει πολλή ζωή˙ Ευχή για μακροζωΐα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γιασατιέσιμα, ζωή, ψυχή
2. Ζωντάνια Μισθ. : Όμιουρ' απάνου σ' ντεν έεις (Ζωή πάνω σου δεν έχεις) Μισθ. -Κοτσαν.