ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ολτσί (ουσ.) ο̈λτσ̑ΰ [ølˈtsy] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. ölçü = μέτρο.
Όργανο μέτρησης : Το ακ͑'λού σαλντά το τσανό σου ο̈λτσ̑ϋζ̑ΰ το σπίτσ̑', να φέρ' το ο̈λτσ̑ΰ (Ο έξυπνος (αδελφός) στέλνει τον χαζό (αδελφό) στο σπίτι του κατασκευαστή μέτρων, για να φέρει το μέτρο) Τελμ. -Dawk.