ολτσί
(ουσ.)
ο̈λτσ̑ΰ
[ølˈtsy]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. ölçü = μέτρο.
Όργανο μέτρησης
:
Το ακ͑'λού σαλντά το τσανό σου ο̈λτσ̑ϋζ̑ΰ το σπίτσ̑', να φέρ' το ο̈λτσ̑ΰ
(Ο έξυπνος (αδελφός) στέλνει τον χαζό (αδελφό) στο σπίτι του κατασκευαστή μέτρων, για να φέρει το μέτρο)
Τελμ.
-Dawk.