ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όλος (επίθ.) όλος ['olos] Σίλ. όλους ['olus] Σίλ. ούλος [ˈulos] Καππ. ούλ-λο [ˈulo] Αξ., Αραβαν., Φλογ. γούλο [ˈɣulo] Γούρδ., Τελμ. ούλους [ˈulus] Σίλ. γούλους [ˈɣulus] Σίλ. βούλους [ˈvulus] Σίλ. όλο [ˈolo] Ανακ., Τζαλ. ούλο [ˈulo] Ανακ., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ. ούλου [ˈulu] Μισθ. βούλο [ˈvulo] Μαλακ., Ποτάμ. Πληθ. ούλα [ˈula] Καππ. βούλα [ˈvula] Μαλακ., Σίλατ., Σίλ. Γεν. Πληθ. ουλανού [ulaˈnu] Μισθ. ούλανος [ˈulanos] Ουλαγ. ούλανους [ˈulanus] Ουλαγ. Από το αρχ. επίθ. ὅλος. Ο τύπ. ούλος ήδη μεσν. (πβ. και ιων. τύπ. οὖλος). Οι τύπ. γούλο και γούλους με ανάπτ. [γ] στην αρχή της λέξης ως αποφυγή χασμωδίας. Οι τύπ. με αρκτ. β- με εναλλαγή τριβομένων. O τύπ. ουλανού από ολωνών.
1. Όλοι, το σύνολο μιας ομάδας χωρίς εξαιρέσεις ό.π.τ. : Εκεί ούλα ήτανε χριστιανού χωριά (Εκεί όλα ήταν χωριά Χριστιανών) Ανακ. -Cost. Ούλ-λο κόσμος χαιραζότουν (Όλος ο κόσμος χαιρόταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Και τ’ αδέλφια σ' γούλα φέρ' τα (Και φέρε όλα τα αδέλφια σου) Τελμ. -Dawk. Απ' ουλ-λανού μας dα σπίτια μικρό τιτιαρώ 'νι (Από ολονών μας τα σπίτια αυτών είναι το πιο μικρό) Μισθ. -Φατ. Βασ̑ιλέγας δώκεν φερμάν να περάσουν και βούλα, μικρά και μεγάλα (Ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να περάσουν όλα, μικρά και μεγάλα) Σίλατ. -Dawk. Άνοιξεν ένα σιδεριώνα θύρα κι ούλοι σέμαν απέσω (Άνοιξε μιά σιδερένια πόρτα και όλοι μπήκαν μέσα) Σινασσ. -Αρχέλ. Γούλες ένα ρεν 'ενίσ̑κουντι (Δεν είναι όλες το ίδιο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ουλανού ναίκας τα φορτσές (Οι φορεσιές όλων των γυναικών) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Ούλους κόσμους είριν dα (Όλος ο κόσμος το είδε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Άμα ρε μου παίρνεις μένα ούλους τους Χριστιάνοιροι σε τους κόψου, μικροί μεγάλοι (Αν δεν με παντρευτείς εμένα, θα σφάξω όλους τους Χριστιανούς, μικρούς και μεγάλους) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χέμεν το έμαθα, πήγα είπα τα σε ούλα (Μόλις το έμαθα, πήγα και το είπα σε όλους) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Ασμ. Είπεν τα νύχτα την αυγή, κι αυγή είπε τα σον όλιον,
κι όλιος το τραγούδησεν κι ήκ'σεν τα κόσμος ούλος
(To είπε η νύχτα στην αυγή, κι η αυγή το είπε στον ήλιο,
κι ο ήλιος το τραγούδησε κι άκουσε ο κόσμος όλος)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών. τσιπ
2. Όλος, ολόκληρος ό.π.τ. : Ούλου ντου βριάυ (όλο το βράδυ) Μισθ. -Κοτσαν. Γούλου του φαΐ (όλο το φαγητό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το σπίτ' ούλο γίμωσέν ντο αλτούνια (Το σπίτι ολόκληρο το γέμισε χρυσά φλουριά) Ουλαγ. -Dawk. 'πόμειν' πεινασμένου ούλου μέρα (Απόμεινε πεινασμένος όλη την ημέρα) Μισθ. -Κοτσαν. Ούλου του μερέσιν dου μέρασέν dα (Όλο το μερίδιό του το μοίρασε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ούλη τσ̑η μέρα (Όλη τη μέρα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. μπουτούν
3. Καθένας, κάθε Αξ., Τζαλ. : Ούλ-λο ναίκα (Κάθε γυναίκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. χερ, πάντονα, κάθε