όλος
(επίθ.)
όλος
['olos]
Σίλ.
όλους
['olus]
Σίλ.
ούλος
[ˈulos]
Καππ.
ούλ-λο
[ˈulo]
Αξ., Αραβαν., Φλογ.
γούλο
[ˈɣulo]
Γούρδ., Τελμ.
ούλους
[ˈulus]
Σίλ.
γούλους
[ˈɣulus]
Σίλ.
βούλους
[ˈvulus]
Σίλ.
όλο
[ˈolo]
Ανακ., Τζαλ.
ούλο
[ˈulo]
Ανακ., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ.
ούλου
[ˈulu]
Μισθ.
βούλο
[ˈvulo]
Μαλακ., Ποτάμ.
Πληθ.
ούλα
[ˈula]
Καππ.
βούλα
[ˈvula]
Μαλακ., Σίλατ., Σίλ.
Γεν. Πληθ.
ουλανού
[ulaˈnu]
Μισθ.
ούλανος
[ˈulanos]
Ουλαγ.
ούλανους
[ˈulanus]
Ουλαγ.
Από το αρχ. επίθ. ὅλος. Ο τύπ. ούλος ήδη μεσν. (πβ. και ιων. τύπ. οὖλος). Οι τύπ. γούλο και γούλους με ανάπτ. [γ] στην αρχή της λέξης ως αποφυγή χασμωδίας. Οι τύπ. με αρκτ. β- με εναλλαγή τριβομένων. O τύπ. ουλανού από ολωνών.
1. Όλοι, το σύνολο μιας ομάδας χωρίς εξαιρέσεις
ό.π.τ.
:
Εκεί ούλα ήτανε χριστιανού χωριά
(Εκεί όλα ήταν χωριά Χριστιανών)
Ανακ.
-Cost.
Ούλ-λο κόσμος χαιραζότουν
(Όλος ο κόσμος χαιρόταν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Και τ’ αδέλφια σ' γούλα φέρ' τα
(Και φέρε όλα τα αδέλφια σου)
Τελμ.
-Dawk.
Απ' ουλ-λανού μας dα σπίτια μικρό τιτιαρώ 'νι
(Από ολονών μας τα σπίτια αυτών είναι το πιο μικρό)
Μισθ.
-Φατ.
Βασ̑ιλέγας δώκεν φερμάν να περάσουν και βούλα, μικρά και μεγάλα
(Ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να περάσουν όλα, μικρά και μεγάλα)
Σίλατ.
-Dawk.
Άνοιξεν ένα σιδεριώνα θύρα κι ούλοι σέμαν απέσω
(Άνοιξε μιά σιδερένια πόρτα και όλοι μπήκαν μέσα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Γούλες ένα ρεν 'ενίσ̑κουντι
(Δεν είναι όλες το ίδιο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ουλανού ναίκας τα φορτσές
(Οι φορεσιές όλων των γυναικών)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Ούλους κόσμους είριν dα
(Όλος ο κόσμος το είδε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Άμα ρε μου παίρνεις μένα ούλους τους Χριστιάνοιροι σε τους κόψου, μικροί μεγάλοι
(Αν δεν με παντρευτείς εμένα, θα σφάξω όλους τους Χριστιανούς, μικρούς και μεγάλους)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Χέμεν το έμαθα, πήγα είπα τα σε ούλα
(Μόλις το έμαθα, πήγα και το είπα σε όλους)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
|| Ασμ.
Είπεν τα νύχτα την αυγή, κι αυγή είπε τα σον όλιον,
κι όλιος το τραγούδησεν κι ήκ'σεν τα κόσμος ούλος (To είπε η νύχτα στην αυγή, κι η αυγή το είπε στον ήλιο,
κι ο ήλιος το τραγούδησε κι άκουσε ο κόσμος όλος) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. τσιπ
κι όλιος το τραγούδησεν κι ήκ'σεν τα κόσμος ούλος (To είπε η νύχτα στην αυγή, κι η αυγή το είπε στον ήλιο,
κι ο ήλιος το τραγούδησε κι άκουσε ο κόσμος όλος) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. τσιπ
2. Όλος, ολόκληρος
ό.π.τ.
:
Ούλου ντου βριάυ
(όλο το βράδυ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γούλου του φαΐ
(όλο το φαγητό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το σπίτ' ούλο γίμωσέν ντο αλτούνια
(Το σπίτι ολόκληρο το γέμισε χρυσά φλουριά)
Ουλαγ.
-Dawk.
'πόμειν' πεινασμένου ούλου μέρα
(Απόμεινε πεινασμένος όλη την ημέρα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ούλου του μερέσιν dου μέρασέν dα
(Όλο το μερίδιό του το μοίρασε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ούλη τσ̑η μέρα
(Όλη τη μέρα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
μπουτούν