ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όλκος (ουσ. ουδ.) όλκος [ˈolkos] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Ποτάμ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. όλκους [ˈolkus] Μισθ., Σίλ. άλκος [ˈalkos] Τελμ. Πληθ. όλκοζια [ˈolkozʝa] Φλογ. Aπό το αρχ. ουσ. ἔλκος = πληγή, τραύμα (με φλεγμονή). Η σημ. ‘πύον’ μεσν.
Πύον ό.π.τ. : Μέσα του έπιασι όλκους (Μέσα του έπιασε πύον) Σίλ. -Κωστ.Σ. Και έν' ένα πεγάιδ΄, και γούλο όιμα και όλκος 'ναι (Και είναι ένα πηγάδι, και (μέσα) είναι όλο αίμα και πύον) Τελμ. -Dawk. Ζουλίζ̑ει τα και βγαίνει το άλκος (Τα ζουλάει (ενν. τα λαιμά) και βγαίνει το πύον) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Nα φας τα όιματα και τα όλκοζια (Να φας τα αίματα και το πύον· αρά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Να χιωρίεις ένα ποτάμ', το ήμ'σο τ' όλκος και το ήμ'σο τ' όιμα (Θα δεις ένα ποτάμι, το μισό του πύον και το μισό του αίμα) Αραβαν. -Φωστ. || Φρ. Ασ' σο στόμα σ' να έρτει όιμα και όλκος (Από το στόμα σου να έρθει αίμα και πύον˙ αρά) Ανακ. -Κωστ.Α. Να σου γέν’ αίμα κι όλκος το γάλα που βύζαξες (Να σου γίνει αίμα και πύον το γάλα που βύζαξες˙ αρά) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Ασμ. Του βαβά σας πέτι ότσ̑ι ως περπατά να κονdζ̑υλά,
ως πίν̑ει νιαρό νά 'ν̑ι όιμα κι όλκους
(Στον πατέρα σας πείτε ότι όπως περπατά να σκοντάφτει,
όπως πίνει νερό να είναι αίμα και πύον)
Σίλ. -Κωστ.Σ.
Συνών. ταράχι