ολμούς
(επίθμ.)
ολμούς
[olˈmus]
Μαλακ.
Πληθ.
ολμούσια
[olˈmusça]
Μαλακ.
Από το τουρκ.επίθ. olmuş = γινωμένος, ώριμος (πβ. τουρκ. ρ. olmak = γίνομαι)
Ώριμος
Αντίθ
αγένωτος