ολμούς
(επίθ.)
ολμούς
[olˈmus]
Μαλακ., Μισθ.
Πληθ.
ολμούσια
[olˈmusça]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. olmuş = γινωμένος, ώριμος, μτχ. του ρ. olmak = γίνομαι.
Ώριμος, γινωμένος
Αντίθ
αγένωτος
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025