ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ολόρτα (επίρρ.) ολόρτα [o'lorta] Σίλ. όλορτα ['olorta] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεσν. επίθ. ὁλόρθος και παραγωγ. επίθμ. -α.
Όρθια : Ολόρτα στεκινόσκι (Στεκόταν όρθια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σε να γενείς ολόρτα (Θα σταθείς όρθια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γούλοι τους ντιρίλτζησασι, σ'κώσκασι ολόρτα (Όλοι τους ζωντάνεψαν, σηκώθηκαν όρθιοι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Παιρί σ'κώσκι ολόρτα (Το παιδί σηκώθηκε, ζωντάνεψε) Σίλ. -Αρχέλ.
Τροποποιήθηκε: 28/06/2025