ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ολόρτα (επίρρ.) ολόρτα [o'lorta] Σίλ. όλορτα ['olorta] Αραβαν. Από το μεσν. επίθ. ὁλόρθος και παραγωγ. επίθμ. -α. Οι τύπ. ολόρτα και όλορτα με τροπή [θ] > [t].
Όρθια : Ολόρτα στεκινόσκι (Στεκόταν όρθια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σε να γενείς ολόρτα (Θα σταθείς όρθια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γούλοι τους ντιρίλτζησασι, σ'κώσκασι ολόρτα (Όλοι τους ζωντάνεψαν, σηκώθηκαν όρθιοι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5