ολόρτα
(επίρρ.)
ολόρτα
[o'lorta]
Σίλ.
όλορτα
['olorta]
Αραβαν.
Από το μεσν. επίθ. ὁλόρθος και παραγωγ. επίθμ. -α. Οι τύπ. ολόρτα και όλορτα με τροπή [θ] > [t].
Όρθια
:
Ολόρτα στεκινόσκι
(Στεκόταν όρθια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σε να γενείς ολόρτα
(Θα σταθείς όρθια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γούλοι τους ντιρίλτζησασι, σ'κώσκασι ολόρτα
(Όλοι τους ζωντάνεψαν, σηκώθηκαν όρθιοι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5