ολημερινώς
(επίρρ.)
ολημερ'νώς
[olimerˈnos]
Ανακ.
Από το νεότ. επίρρ. ὁλημερινῶς, το οπ. από το επίθ. ολημερινός. Ο τύπ. ολημερ'νώς νεότ.
Ολημερίς
Συνών.
ολημερινός :2
Τροποποιήθηκε: 28/06/2025