ολημερινώς
(επίρρ.)
ολημερ'νώς
[olimerˈnos]
Ανακ.
Από το νεότ. επίρρ. ὁλημερινῶς, το οπ. από το επίθ. ὁλημερινός = ολοήμερος. Ο τύπ. ολημερ'νώς νεότ.