οκνός
(επίθ.)
οκνός
Σινασσ.
Μεσν. ἐπίθμ. ὀκνός = νωθρός, αμελής, το οπ. είτε από το αρχ. ρ. ὀκνέω-ῶ = είμαι βιαστικός είτε από το αρχ. ουσ. ὄκνος = δισταγμός.