οκαλούχ
(ουσ. ουδ.)
οκαλούχ
[okaˈlux ]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. okkalık = α) οκά β) δοχείο χωρητικότητας μίας οκάς.
Δοχείο χωρητικότητας μίας οκάς