ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οζουρλούς (επίθ.) οζουρλούς [ozurˈlus] Φάρασ. οζουρλούσα [ozurˈlusa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. özürlü = α) ανάπηρος β) ελαττωματικός.
1. Αρρωστιάρης ό.π.τ.
2. Ελαττωματικός ό.π.τ.