οζουρλούς
(επίθ.)
οζουρλούς
[ozurˈlus]
Φάρασ.
οζουρλούσα
[ozurˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. özürlü = α) ανάπηρος β) ελαττωματικός.
1. Αρρωστιάρης
ό.π.τ.
2. Ελαττωματικός
ό.π.τ.