ογραστίζω
(ρ.)
ογραστίζω
[oɣraˈstizo]
Σινασσ.
ογρασ̑τι̂́ζω
[oɣraˈʃtɯzo]
Αραβαν., Μαλακ.
ογραστίζου
[oɣraˈstizu]
Μισθ.
ογρασ̑τώ
[οɣraˈʃto]
Φλογ.
ογρασ̑τού
[oɣraˈʃtu]
Ουλαγ.
oγρασ̑τι-έω
[oɣraˈʃtieo]
Φάρασ.
ογρασ̑τιέου
[oɣraʃtιˈeu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. uğraşmak = α) ασχολούμαι β) προσπαθώ γ) ενοχλώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. oğraşmak.
1. Προσπαθώ
ό.π.τ.
:
Tι ογραστίεις να μποίκεις πάλ';
(Τι προσπαθείς να κάνεις πάλι;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Oγρασ̑τά, ένα σ̑έι δέ μο' να ποίκ'
(Προσπαθεί, τίποτα δεν μπορεί να κάνει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Την ευίτσα λέθι ογρασ̑τιέου
(Από το πρωί προσπαθώ)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Συνών.
παλεύω :2, πολεμώ :1, τσαλιστίζω, τσαπαλαντίζω
2. Μπλέκομαι σε κάτι, ασχολούμαι με κάτι
Σινασσ., Φάρασ.