ογλακώ
(ρ.)
Παρατατ.
ογλάκα
[oˈɣlaka]
Αξ.
Πιθ. τύπ. του ρ. yoklamak = α) ψαχουλεύω β) εξετάζω, ερευνώ γ) ελέγχω, τεστάρω.
Πβ.
γιοκλαντίζω
Εξετάζω
:
Η νύφη έπρεπε να ’ναι τ͑εμίς· ’τον κοιμόσουν γαbρός και νύφ’ τη Κερεκή το βραΰς, την άλλη μέρα παίνισ̑κεν πεερά και ογλάκ̇εν το κρεβάτ’
(Η νύφη έπρεπε να είναι άθικτη· όταν κοιμόντουσαν ο γαμπρός και η νύφη την Κυριακή το βράδυ, την άλλη μέρα πήγαινε η πεθερά και εξέταζε το κρεβάτι)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
θωρώ :1
Τροποποιήθηκε: 08/11/2025