γιοκλαντίζω
γιοκλαdι̂́ζω
[joklaˈdɯzo]
Αραβαν.
γιοχλατίζου
[ʝoxlaˈtizu]
Φάρασ.
γιοκλαΐζου
[ʝoklaˈizu]
Μισθ.
γιοχλαΐζου
[ʝoxlaˈizu]
Ουλαγ.
γιοχλατώ
[ʝoxlaˈto]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. yoklamak (αόρ. yokladı) = α) ψαύω, ψαχουλεύω β) εξετάζω, διερευνώ, επιθεωρώγ) δοκιμάζω δ) επισκέπτομαι άρρωστο, όπου και διαλεκτ. τύπ. yohlamak.
1. Επισκέπτομαι
Αραβαν., Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Να ύπαου σο Ισμίρι να γιοχλατήσου τον αδεφό μου
(Θα πάω στην Σμύρνη να επισκεφτώ τον αδερφό μου)
Τσουχούρ.
-Παπαδ.
Να πάμ’ να γιοχλαΐσουμ’ το λόχσα
(Να πάμε να επισκεφτούμε την λεχώνα)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γιολαχλατώ, ντρανώ :3
2. Ερευνώ, ψάχνω
ό.π.τ.
:
Γιοκλάδα ντου καλά ατό
(Ψάξε τον καλά αυτόν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γιοκλαϊζ' να βρίξ' πού 'νι Μαρία
(Ψάχνει να βρει πού είναι η Μαρία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
'τουν ντα γιοκλαΐσ' ιτούρα ούλα δα λόγια, τσόδι να δ' αγκλαΐσ'
(Όταν τα ψάξει, τα ερευνήσει όλα αυτά τα λόγια, τότε θα τα καταλάβει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αραντίζω, γαργαλεύω :2, παραμυρίζω :2