ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιοκλαντίζω γιοκλαdι̂́ζω [joklaˈdɯzo] Αραβαν. γιοχλατίζου [ʝoxlaˈtizu] Φάρασ. γιοκλαΐζου [ʝoklaˈizu] Μισθ. γιοχλαΐζου [ʝoxlaˈizu] Ουλαγ. γιοχλατώ [ʝoxlaˈto] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. yoklamak (αόρ. yokladı) = α) ψαύω, ψαχουλεύω β) εξετάζω, διερευνώ, επιθεωρώγ) δοκιμάζω δ) επισκέπτομαι άρρωστο, όπου και διαλεκτ. τύπ. yohlamak.
1. Επισκέπτομαι Αραβαν., Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Να ύπαου σο Ισμίρι να γιοχλατήσου τον αδεφό μου (Θα πάω στην Σμύρνη να επισκεφτώ τον αδερφό μου) Τσουχούρ. -Παπαδ. Να πάμ’ να γιοχλαΐσουμ’ το λόχσα (Να πάμε να επισκεφτούμε την λεχώνα) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γιολαχλατώ, ντρανώ :3
2. Ερευνώ, ψάχνω ό.π.τ. : Γιοκλάδα ντου καλά ατό (Ψάξε τον καλά αυτόν) Μισθ. -Κοτσαν. Γιοκλαϊζ' να βρίξ' πού 'νι Μαρία (Ψάχνει να βρει πού είναι η Μαρία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ 'τουν ντα γιοκλαΐσ' ιτούρα ούλα δα λόγια, τσόδι να δ' αγκλαΐσ' (Όταν τα ψάξει, τα ερευνήσει όλα αυτά τα λόγια, τότε θα τα καταλάβει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αραντίζω, γαργαλεύω :2, παραμυρίζω :2