ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιοκούσι (ουσ. ουδ.) γιοκ͑oύσ̑ι [ʝοˈkʰuʃi] Σίλ. γιοκούσ' [ʝoˈkus] Μαλακ. γιουκούσ̑' [ʝuˈkuʃ] Τσαρικ., Τσελτ. Από το τουρκ. ουσ. yokuş = α) ανηφόρα β) πλαγιά.
1. Ανήφορος ό.π.τ. : Ξέφ’ τη γιοκ͑oύσ̑ι, σολούισι (Ανέβηκε τον ανήφορο, λαχάνιασε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ανήφορος, μπαγίρι, πανώφορος
2. Ύψωμα ό.π.τ. : Να ξεβούμ’ τια τ’ γιοκ͑oύσ̑ι (Ν' ανεβούμε εκεί το ύψωμα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. μπαγίρι, ψελάδι