γιολντάσης
(ουσ. αρσ.)
γιολντάσ̑ης
[ʝοlˈdaʃis]
Φάρασ.
Ουδ.
γιολντάσι
[ʝolˈdasi]
Μισθ.
γιολντάσ'
[ʝοlˈdas]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. γιολδάσης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. yoldaş = φίλος, σύντροφος.
Φίλος
ό.π.τ.
:
'στέρια ήρτι του γιολντάσι μ', είπα σου γιολτάσι μ': «Γαρελέμ', ήρταν τρία Τούρτσ̑οι»
(Ύστερα ήρθε ο φίλος μου, είπα στον φίλο μου: «Χαραλάμπη, ήρθαν τρεις Τούρκοι»)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Ντου γαμπρό παίνιξαν ντα γιολντάσ̑α τ', φόρουνάν του
(Τον γαμπρό πήγαιναν οι φίλοι του, τον έντυναν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ογώ πήα ντυό φοράς σου χωριό τ'νι, αράιζα γιολντάσια
(Εγώ πήγα δύο φορές στο χωριό τους, έψαχνα φίλους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Λεbέ, γιολντάσι μ', πού να πας; Ογώ μαναχό μ' τι να 'ενώ;
(Αμάν, φιλενάδα μου, πού θα πας; Εγώ μοναχή μου τι θα γίνω;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γιολντάσ̑α ντεν έχου
(Δεν έχω φίλους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αγαπητικός :2, αρκαντάσης, αχπάπης