ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιόντημα (ουσ. ουδ.) γιόνdημα [ˈʝondima] Φλογ. Aπό το ρ. γιοντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πελέκημα της πέτρας : Σα Φλοητά είχαμε καλά μαστόρ’ και για σο χτίσιμο και για σο γιόντημα (Στα Φλογητά είχαμε καλούς μαστόρους και για το χτίσιμο και για το πελέκημα) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Πβ. ντογραμά :2