γιόντημα
(ουσ. ουδ.)
γιόνdημα
[ˈʝondima]
Φλογ.
Aπό το ρ. γιοντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πελέκημα της πέτρας
:
Σα Φλοητά είχαμε καλά μαστόρ’ και για σο χτίσιμο και για σο γιόντημα
(Στα Φλογητά είχαμε καλούς μαστόρους και για το χτίσιμο και για το πελέκημα)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Πβ.
ντογραμά :2