γιολαχλατώ
(ρ.)
γιολαχλατώου
[ʝolaxlaˈtou]
Φάρασ.
Από τουρκ. διαλεκτ. ρ. yolaklamak = α) οδηγώ, μεταφέρω β) κατευοδώνω.
Επισκέπτομαι
Συνών.
γιοκλαντίζω, ντρανώ