γιογκά
(ουσ. ουδ.)
γιονgά
[ʝoŋˈga]
Μισθ.
Αρσ.
γιονγάς
[ʝoŋˈɣas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yonga = πελεκούδι, σχίζα, όπου και διαλεκτ. τύπ. yonğa.
1. Σκλήθρα, αγκίδα
Μισθ.
:
Σέμη 'να γιονgά σου χέρι μ’
(Μπήκε μιά αγκίδα στο χέρι μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ντικένι
2. Πελεκούδι
Τελμ., Φάρασ.
:
Και μί το πέρνανεν, σιτσ̑ιράσεν σου κ͑οτζ̑ά κ͑αρι̂διού σο παράφτερο ένα γιουνgά
(Kαι καθώς περνούσε, ένα πελεκούδι πετάχτηκε μέσα στην φούστα της γριάς γυναίκας)
Τελμ.
-Dawk.
Συνών.
γαμγάς, πελεκάδι :1