γινατινά
(επίρρ.)
ινατινά
[inatiˈna]
Φάρασ.
Πληθ. ουσ. ουδ. του επιθ. *ινατινός, από το ουσ. γινάτι, όπου και τύπ. ινάτι, και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
Πεισματικά