ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γίνομαι (ρ.) 'ίνομαι [ˈinome] Σίλ. 'ίνουμαι [ˈinume] Αραβαν., Φάρασ. νίγουμαι [ˈniɣume] Αξ. νίγουμι [ˈniɣumi] Τσαρικ. νίουμι [ˈniumi] Μισθ., Σίλ. νίομαι [ˈniome] Σίλ. νιγότομαι [niˈɣotome] Ανακ., Φερτάκ. γενίσκουμαι [ʝeˈniskume] Φερτάκ. 'ενίσκουμου [eˈniskumu] Σίλ. νίσ̑κομαι [ˈniʃkome] Αξ., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. νίσ̑γκομαι [ˈniʃgome] Ουλαγ. νίσκουμαι [ˈniskume] Αραβαν., Σίλατ. νίσκουμου [ˈniskumu] Σίλ. Παρατατ. ενεχότουμαι [eneˈxotume] Μισθ. νιγότομαι [niˈɣotome] Ανακ. νισκότομαι [niˈskotome] Σίλατ., Φερτάκ. Αόρ. εγένα [eˈʝena] Τελμ. 'γένα [ˈʝena] Αξ., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Τσαρικ., Φλογ. 'έν-να [ˈenna] Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ., Φερτάκ. 'ένηκα [ˈenika] Σίλ. έινα [ˈeina] Ανακ. Υποτ. γινώ [ʝiˈno] Ανακ. 'ίνω [ˈino] Μπέηκ. Aπό το μεσν. ρ. γίνομαι < αρχ. γίγνομαι. Οι τύπ. γενίσκουμαι με βάση το θ. γεν- (πβ. μεσν. ενεστ. γένομαι) και το επίθμ. -ίσκω. Οι τύπ. 'νίσκ- από μεσν. ρ. γινίσκομαι.
1. Δημιουργούμαι εκ του μη όντος, γεννιέμαι, παράγομαι ό.π.τ. : Ασ' σο γιουνgά το πέτασεν το παραφτερό τσ̑ης, εγένεν σο σανdούχν εμέσα ένα Ντουνιά Γκϋζελί (Από το πελεκούδι που είχε πέσει στην φούστα της, έγινε μέσα στο σεντούκι μιά Πεντάμορφη) Τελμ. -Dawk. Νίσ̑κεται βραγύ (Γίνεται βράδυ) Αξ. -Μαυροχ. 'νιόδαν πολλά γεννήμαδα (Γινόντουσαν πολλά γεννήματα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Συνών. βγαίνω
2. Ωριμάζω Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. : 'ένηκι σταφίρα (Έγινε η σταφίδα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γετίζω :4, γετιστίζω, κεβρεντίζω, φτάνω
3. Πραγματοποιούμαι, συμβαίνω, λαμβάνω χώρα ό.π.τ. : Ζημιά νίιτι (Γίνεται ζημιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ως παγαίν-νουσ̑ι, 'ενίσκιτι μιά βροσ̑ή (Όπως πήγαιναν, άρχισε μιά βροχή) Σίλ. -Dawk. Ντετσ̑ού Σμύρνη 'γένη μέγα σφαγή (Εκεί στην Σμύρνη έγινε μεγάλη σφαγή) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Νιόδαν τσ̑ι πολλά γαυγάδις 'ντετσ̑ού σου Mισ̑τί μέσα (Γινόντουσαν και πολλοί καυγάδες εκεί στο Μιστί μέσα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. βγαίνω
β. Φτιάχνομαι, παρασκευάζομαι Μισθ.
4. Με κατηγορούμενο, εξελίσσομαι σε κάτι διαφορετικό από πριν, αποβαίνω, καθίσταμαι ό.π.τ. : Νιότουν καλά (Γινόταν καλά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κόρη παίρει του σταχτιdζ̑ή, 'ενίσκιτι γάιρϋ 'εναίκα του (Η κόρη παίρνει τον πωλητή στάχτης και γίνεται έκτοτε γυναίκα του) Σίλ. -Dawk. Εκείνο ναίκα σόνgρα έν-νε ντιλενdζ̑ής (Εκείνη η γυναίκα στην συνέχεια έγινε ζητιάνα) Αραβαν. -Dawk. Νίσ̑κομαι ένα με το δείνα (Συνευρίσκομαι ερωτικά με τον δείνα) Αραβαν. -Φωστ. Έν-νε πολύ κάμικο (Έγινε πολύ λυπημένος) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Το σ̑κυλί πρόγατο δε νίσ̑κεται (Το σκυλί δεν γίνεται πρόβατο˙ ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. τσανεύω
β. Εξελίσσομαι : Φέγγος γένεν γυότρια μερ'νού (Το φεγγάρι έγινε δύο-τριών ημερών ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Του καό του νομάτη ο γιός τζας γράφει 'α γινεί (Του καλού του ανθρώπου ο γιός όπως του γράφει [η μοίρα] θα γίνει ˙ η καλή ανατροφή θα δείξει) Φάρασ. -ΙΛΝΕ