γίνομαι
(ρ.)
'ίνομαι
[ˈinome]
Σίλ.
'ίνουμαι
[ˈinume]
Αραβαν., Φάρασ.
νίγουμαι
[ˈniɣume]
Αξ.
νίγουμι
[ˈniɣumi]
Τσαρικ.
νίουμι
[ˈniumi]
Μισθ., Σίλ.
νίομαι
[ˈniome]
Σίλ.
νιγότομαι
[niˈɣotome]
Ανακ., Φερτάκ.
γενίσκουμαι
[ʝeˈniskume]
Φερτάκ.
'ενίσκουμου
[eˈniskumu]
Σίλ.
νίσ̑κομαι
[ˈniʃkome]
Αξ., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
νίσ̑γκομαι
[ˈniʃgome]
Ουλαγ.
νίσκουμαι
[ˈniskume]
Αραβαν., Σίλατ.
νίσκουμου
[ˈniskumu]
Σίλ.
Παρατατ.
ενεχότουμαι
[eneˈxotume]
Μισθ.
νιγότομαι
[niˈɣotome]
Ανακ.
νισκότομαι
[niˈskotome]
Σίλατ., Φερτάκ.
Αόρ.
εγένα
[eˈʝena]
Τελμ.
'γένα
[ˈʝena]
Αξ., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Τσαρικ., Φλογ.
'έν-να
[ˈenna]
Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ., Φερτάκ.
'ένηκα
[ˈenika]
Σίλ.
έινα
[ˈeina]
Ανακ.
Υποτ.
γινώ
[ʝiˈno]
Ανακ.
'ίνω
[ˈino]
Μπέηκ.
Aπό το μεσν. ρ. γίνομαι < αρχ. γίγνομαι. Οι τύπ. γενίσκουμαι με βάση το θ. γεν- (πβ. μεσν. ενεστ. γένομαι) και το επίθμ. -ίσκω. Οι τύπ. 'νίσκ- από μεσν. ρ. γινίσκομαι.
1. Δημιουργούμαι εκ του μη όντος, γεννιέμαι, παράγομαι
ό.π.τ.
:
Ασ' σο γιουνgά το πέτασεν το παραφτερό τσ̑ης, εγένεν σο σανdούχν εμέσα ένα Ντουνιά Γκϋζελί
(Από το πελεκούδι που είχε πέσει στην φούστα της, έγινε μέσα στο σεντούκι μιά Πεντάμορφη)
Τελμ.
-Dawk.
Νίσ̑κεται βραγύ
(Γίνεται βράδυ)
Αξ.
-Μαυροχ.
'νιόδαν πολλά γεννήμαδα
(Γινόντουσαν πολλά γεννήματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Συνών.
βγαίνω
2. Ωριμάζω
Μισθ., Σίλ., Τσαρικ.
:
'ένηκι σταφίρα
(Έγινε η σταφίδα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γετίζω :4, γετιστίζω, κεβρεντίζω, φτάνω
3. Πραγματοποιούμαι, συμβαίνω, λαμβάνω χώρα
ό.π.τ.
:
Ζημιά νίιτι
(Γίνεται ζημιά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ως παγαίν-νουσ̑ι, 'ενίσκιτι μιά βροσ̑ή
(Όπως πήγαιναν, άρχισε μιά βροχή)
Σίλ.
-Dawk.
Ντετσ̑ού Σμύρνη 'γένη μέγα σφαγή
(Εκεί στην Σμύρνη έγινε μεγάλη σφαγή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Νιόδαν τσ̑ι πολλά γαυγάδις 'ντετσ̑ού σου Mισ̑τί μέσα
(Γινόντουσαν και πολλοί καυγάδες εκεί στο Μιστί μέσα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
βγαίνω
β.
Φτιάχνομαι, παρασκευάζομαι
Μισθ.
4. Με κατηγορούμενο, εξελίσσομαι σε κάτι διαφορετικό από πριν, αποβαίνω, καθίσταμαι
ό.π.τ.
:
Νιότουν καλά
(Γινόταν καλά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κόρη παίρει του σταχτιdζ̑ή, 'ενίσκιτι γάιρϋ 'εναίκα του
(Η κόρη παίρνει τον πωλητή στάχτης και γίνεται έκτοτε γυναίκα του)
Σίλ.
-Dawk.
Εκείνο ναίκα σόνgρα έν-νε ντιλενdζ̑ής
(Εκείνη η γυναίκα στην συνέχεια έγινε ζητιάνα)
Αραβαν.
-Dawk.
Νίσ̑κομαι ένα με το δείνα
(Συνευρίσκομαι ερωτικά με τον δείνα)
Αραβαν.
-Φωστ.
Έν-νε πολύ κάμικο
(Έγινε πολύ λυπημένος)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Το σ̑κυλί πρόγατο δε νίσ̑κεται
(Το σκυλί δεν γίνεται πρόβατο˙ ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
τσανεύω
β.
Εξελίσσομαι
:
Φέγγος γένεν γυότρια μερ'νού
(Το φεγγάρι έγινε δύο-τριών ημερών
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Του καό του νομάτη ο γιός τζας γράφει 'α γινεί
(Του καλού του ανθρώπου ο γιός όπως του γράφει [η μοίρα] θα γίνει
˙
η καλή ανατροφή θα δείξει)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ